ἐπιστάσις

ἐπιστάσις
ἐπιστάσῑς , ἐπίστασις
stopping
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίστασις — stopping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεσι — ἐπίστασις stopping fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεσιν — ἐπίστασις stopping fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστασιν — ἐπίστασις stopping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσει — ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind act 3rd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιστάσεϊ , ἐπίστασις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεις — ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set fut ind act 2nd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίστασις stopping fem nom/acc pl (attic) ἐπιστάζω let fall in drops upon aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφίστασις — ἐφίστασις, ἡ (Α) μτγν. ανώμ. τ. τού ἐπίστασις* …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστάσεων — ἐπιστάσεω̆ν , ἐπίστασις stopping fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστάσεως — ἐπιστάσεω̆ς , ἐπίστασις stopping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”